-
1 λαμπρός
λαμπρός ( λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυϑες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσϑαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰϑήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ ϑ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Thatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀϑήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καϑ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσϑαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διϑυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προςελϑεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.
-
2 λαμπρός
A bright, radiant, of the sun and stars,λ. φάος ἠελίοιο Il.1.605
;ἀστήρ 4.77
; - ότατος, of Sirius, 22.30 (and of the same, ); λαμπρὰ σελήνη Hes.ll.cc., cf. Th.7.44;πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι D.H.3.27
; of the eyes, S.OT 1483, E. Hec. 1045, etc., v. infr. 11.3; of metallic bodies, λ. φάλοι, κόρυθες, Il.13.132, 17.269: neut. as Adv.,θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες 13.265
.2 of white cloths and the like , bright, λαμπρὸς δ' ἦν ἠέλιος ὥς [ὁ χιτών] Od.19.234;δέρμα.. -ότατον λευκότητι Hdt.4.64
; λ. ἐσθής, = Lat. toga candida, Plb.10.5.1.3 of water, clear, limpid, A.Eu. 695, Hp.Aër.5, X.HG5.3.19; of air,λ. ἠήρ Hp.
Aër.15; ([comp] Sup., lyr.).4 of sound or voice, clear, distinct, Pl.Phlb. 51d, D.19.199;λαμπρὰ κηρύσσειν E.Heracl. 864
;φωνὴ -οτέρα Arist. HA 545a12
; opp. φ. ἀσαφής, Id.Aud. 801b22;λαμπρὸν ἀνολολύξαι Plu. 2.768d
; cf.λάμπω 1.2
.5 metaph., of vigorous action, λ. ἄνεμος a keen wind, Hdt.2.96, cf.A.Ag. 1180; λ. ἤδη καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.Eq. 430, cf. 760; λαμπρὸς φανήσεται he will come furiously forth, E.Heracl. 280; λ. μάχη a keenly contested battle, Plb.10.12.5; -ότερος κίνδυνος Id.1.45.9
. Adv. -ρῶς, ἐπικείμενοι vigorously, Th.7.71; utterly, λ. ἡττῆσθαι, λ. περιεστοιχίσθαι, Hld.4.4, 9.1.6 metaph. also, clear, manifest, ; ;ἴχνη X.Cyn. 5.5
;γεγενημένης τῆς νίκης λ. ἤδη Th.7.55
; λ. φυγή decisive, Arr.An. 2.11.3. Adv. -ρῶς, κοὐδὲν αἰνικτηρίως A.Pr. 833
;λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Th.2.7
;λ. νικᾶν Arr.An.2.10.4
; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Th.8.67.II of persons, well-known, illustrious by deeds, station, etc.,λ. ἐν τῇσι Ἀθήνῃσι Hdt.6.125
;ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν -ότατος Id.7.154
; λ. ἐν [τοῖς κινδύνοις] D.19.269; -οτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Th.1.138
;ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Isoc.5.89
;λ. ἐς γένος E.El.37
;ἐν λόγοις Id.Supp.[902]
; as honorary title, - ότατος, = Lat. clarissimus, IG14.911, 7.91, etc.; of cities, councils, etc., A 4 (iv A. D.), cf. 867.4 ([comp] Sup., Ephesus, ii A. D.); of actions, etc.,ἔργον οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν λ. γίνεται Hdt.3.72
;τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι S.OC 1144
;τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους Trag.Adesp.9
.2 magnificent, munificent,λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Isoc.3.56
, cf. D.21.153 ([comp] Sup.); ὁ λ. καὶ πλούσιος οὗτος ib. 174. Adv. -ρῶς, χορηγεῖν Antipho 2.2.12
, Arist.EN 1122b22.3 bright, joyous, λ. ὥσπερ ὄμματι, of the bearer of good news, S.OT 81, cf. X.HG4.5.10; λαμπρὸν ἐξέπεμψα with bright hopes, S.El. 1130;λ. ταῖς ἐλπίσιν Jul.Or.2.64b
; also ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, of one clear in conscience, Pi.N.7.66.III of outward appearance, splendid, brilliant, ; of a horse, IG22.956.87, X.Eq.11.1; in dress, Id.Cyn.2.4.5 ([comp] Sup.); of youthful bloom,ὥρᾳ ἡλικίας λ. Th.6.54
; of healthy look, Hp.Aër.24; of property, dress, etc.,εἴ τί γ' ἔστι λ. καὶ καλόν Ar.Pl. 144
, cf. E.Fr.316.5;κατασκευή X.Smp.1.4
([comp] Comp.); λ. κάλλος beaming beauty, Pl. Phdr. 250b, etc.: more generallyλ. τι ποιεῖν X.Cyr.5.4.15
; τὸ λ. splendour, Pi.N.8.34;λ. γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Euang.1.3
. Adv. -ῶς, opp. λιτῶς, Phld.Mort.30: [comp] Sup. - ότατα X.Cyr.2.4.1; later - οτάτως JHS44.26 (Ancyra, ii A. D.).2 of language, brilliant,τῶν διθυράμβων τὰ λ. Ar.Av. 1388
; λ. λέξις ornamental diction, Arist. Po. 1460b4;λόγος Hermog.Id.1.9
.IV Astrol., of degrees in a zodiacal sign,ἑκάστου ζῳδίου λαμπρὰς μοίρας ἐξέθεντο Heph.Astr.1.1
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρός
-
3 λαμπρος
31) светлый, сияющий, яркий(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)
; блестящий, сверкающий(φάλοι, κόρυθες Hom.)
; светлый, блистающий, яркий(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)
; светлый, лучезарный(κάλλος Plat.)
2) чистый, прозрачный(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)
3) чистый, ясный(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)
λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить4) ясный, отчетливый, четкий(ἴχνη Xen.)
5) ясный, явный, бесспорный(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)
6) славный, знаменитый(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)
7) пышный, окруженный блеском(λ. καὴ πλούσιος Dem.)
8) величавый, возвышенный(ἔπη Soph.)
9) щедрый(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)
10) великолепный, горделивый(ἵππος Xen.)
11) блистательный, цветистый(λέξις Arst.)
12) сияющий, радостный(ὄμματι Soph.)
13) полный жизни, цветущий(ὥρα ἡλικίας Thuc.)
14) сильный, резкий(ἄνεμος Her.)
15) ожесточенный(μάχη Polyb.)
16) серьезный, грозный(κίνδυνος Polyb.)
λ. φανήσεται Eur. — (Эврисфей) явится, словно гроза -
4 λιγυρός
A clear, shrill,ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.215
, cf. 5.526, 13.590; of a whip, 11.532, S.Aj. 242 (anap.); ἀκόνα (v. ἀκόνη) ; λιγυρὰ ἄχεα griefs which vent themselves in shrill wailings, E.Med. 205 (lyr.); also (like λιγύς), of a clear, sweet sound, as of the Sirens,λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Od.12.44
; λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδήν ib. 183; of a bird, Il.14.290; of locusts, Hes.Op. 583;λ. σύριγγες Id.Sc. 278
: metaph., of poets, Id.Op. 659;ἀοιδά Theoc. 15.135
, etc.: neut. pl. as Adv.,λιγυρὰ ἀείδειν Thgn.939
: regul. Adv. -ρῶς Theoc.8.71
.—Poet. word, used occasionally in Prose, λιγυρὸν ὑπηχεῖ echoes shrilly, Pl.Phdr. 230c; φωνὴ λ., opp. λαμπρά, Arist. HA 616b31, cf. Aud. 804a29 ([comp] Comp.): also in later Prose, Plu.2.974a, Luc.Salt.72, Phal.1.11, etc.2 metaph.,συμβιῶναι.. ἥδιστος καὶ -ώτατος Isoc.Ep.4.4
.II pliant, flexible, of dogs' tails, X.Cyn. 4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυρός
-
5 σκιά
A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr. 745;ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF 973
: prov.,τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77
, cf. Pl.Phd. 101d.2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th. 992 (lyr.), S.Aj. 1257;σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El. 1159
; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ ς. E.Fr. 532;σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj. 301
; also, of one worn to a shadow, A.Eu. 302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ ς. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110;φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr. 509
: freq. in proverbs of man's mortal estate,σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95
;εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839
, cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα.. ἢ κούφην ς. Id.Aj. 126;ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13
; ; of human affairs, (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ ς. Id.Fr. 399;καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692
; of worthless things, , cf. Ph. 946;καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51
; ; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V. 191, cf. Pl.Phdr. 260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς ς. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου ς. mere shadows of.., Pl.R. 517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib. 510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων ς. ib. 532c;στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115
;ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554
.4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op. 589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib. 593;ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr. 239c
;εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226
; ;εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38
;θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti. 76d
; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag. 967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν ς., X.Cyr.8.8.17;ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18
, cf. 5.9.III shadow in painting,τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Plu.2.863e
, cf. 407a, D.H.Is.4, Longin.17.3; ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς, of the painter Apollodorus, Plu.2.346a, cf. Hsch.3 perh. coloured border on a garment,καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19
, cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.). -
6 συμβαίνω
A- βήσομαι Hdt.2.3
, etc.: [tense] pf. - βέβηκα, [ per.] 3pl. , [dialect] Ion. inf.- βεβάναι Hdt.3.146
: [tense] pf. inf. [voice] Pass.- βεβάσθαι Th. 8.98
: [tense] aor. 2 συνέβην (v. infr.): [tense] aor. 1 subj. [voice] Pass.ξυμβᾰθῇ Id.4.30
:— stand with the feet together, Hp.Off.3;διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14
;συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91
; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3.2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37.3 meet,σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8
;τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136
(dub.);σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17
; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel. 1007.II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι ς. agree on (i.e. to accept) less, POxy. 237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj.,ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra. 175
;ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5
; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36;τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98
: c. inf.,συνέβησαν ἐς τὠυτὸ.., τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13
;ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117
; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται,.. δοῦλον εἶναι ib. 103;ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4
;ξ. πρὸς Νικίαν.. ἐπιτρέψαι Id.4.54
; alsoσυνέβησαν.. ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82
; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt. 337e; λόγοις ς., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr. 233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867;ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19
;ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph. 590
(troch.): in [tense] pf. συμβεβάναι and [voice] Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146;ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98
; .2 agree with, be on good terms with,οὐ.. Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra. 807
; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62.3 of things, tally, correspond with,ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116
;ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3
;ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9
;εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch. 210
: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib. 580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq. 220, cf. S. Tr. 1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12;αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94
; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν ς. comes to the same thing as.., Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8.4 fall to one's lot, c. dat. pers.,μοι σ. ἆται E.IT 148
(lyr.), etc.;ἡδοναί τινι Isoc.15.222
;τριηραρχία μοι D. 47.49
;ἀτυχία Id.57.65
;εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121
.III of events, come to pass, fall out, happen,συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers. 802
; τῶνδε ναμέρτεια ς. S.Tr. 173;ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R. 592a
;αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti. 120e
; εἰ καιρὸς ς. X.Eq.Mag.2.5;χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11
;τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460
: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist,ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra. 398b
, cf. A.D.Pron.29.15: but,b mostly impers., sts. c. dat. et inf.,αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103
, cf. 3.50, Th.1.1;συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2
(iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf.,συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166
, cf. Th.8.25;συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6
, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476;σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph. 1017a11
; folld. by ὥστε, S.Tr. 1152, Th.4.79, Arist.Pol. 1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph. 244d, Phlb. 42d, Cra. 412a.c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm. 128c;τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43
;τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13
;ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7
: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13.2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way,ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101
; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT 1055;τὰ μητρὸς.. ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El. 262
; ταῦτα.. λαμπρὰ ς. Id.Tr. 1174;ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι.. ἀληθεῖς E.Hel. 622
;ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr. 396
;σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg. 479c
, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e;δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ.. Th.2.17
;τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74
; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg. 903d: abs., turn out well,ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3
;εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg. 744a
.3 of consequences, come out, result, follow, ; ; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192;δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583
;ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8
, cf. 481.2, al. (iii B.C.).b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg. 459b, etc.;σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top. 156b38
, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht. 170c, Phd. 74a, Arist.EN 1152b25, al.; alsoσ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael. 270a5
: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο ς. Pl.Phd. 67c, cf. 80b, Cra. 396a, Phlb. 55a, 64e, Prm. 134b, R. 438e;ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt. 301e
: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2).IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses:1 a contingent attribute or ' accident' (in the modern sense), Arist. APo. 73b4, Top. 102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός ' accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph. 192b22, cf. Metaph. 1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An. 406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180.2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof,οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph. 1025a31
; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo. 83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ ς. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.;σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3
, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβαίνω
См. также в других словарях:
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek